- γιον
- (Μ γιόν και γίον)επίρρ.1. όπως, ως, καθώς2. όπως, παραδείγματος χάριν3. ευθύς ως, μόλις4. επειδή, αφού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οίον, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση τού συμπλέγματος io - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βόιτ, Γιον — (Jon Voight, Νέα Υόρκη 1938 –). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Ψηλός, ξανθός και πολύ αρρενωπός για τα μέτρα του Χόλιγουντ, έπαιξε ρόλους σκληροτράχηλων και συνήθως απροσάρμοστων, ως προς το ευρύ κοινωνικό σύνολο. Ξεκίνησε… … Dictionary of Greek
Ρόισμπρουκ, Γιον βον — (Ruysbroeck ή Ruusbroec, Ρόισμπρουκ, Βρυξέλες 1293 – Γκρένεντελ, Βραβάντη 1381). Φλαμανδός μυστικιστής. Αφού χειροτονήθηκε κληρικός το 1317, έγινε εφημέριος της Αγίας Γουδούλης στις Βρυξέλες. Το 1343 αποσύρθηκε με μερικούς οπαδούς του στο δάσος… … Dictionary of Greek
Σέμπερλε, Γιον Μάρτιν — (Schaeberle). Γερμανός αστρονόμος (1853 1924). Κάτοχος ιδιωτικού αστεροσκοπείου στο Αν Άρμπορ της Β. Αμερικής, ανακάλυψε πολλούς κομήτες και κατάφερε να διακρίνει πρώτος αυτός ως αστέρα 13,3 μεγέθους το δεύτερο αστέρα από τον οποίο αποτελείται ο… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
ναυάγιον — ναυά̱γιον , ναυάγιον piece of wreckage neut nom/voc/acc sg ναυά̱γιον , ναυαγέω suffer shipwreck imperf ind act 3rd pl (doric) ναυά̱γιον , ναυαγέω suffer shipwreck imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίγιον — μαστί̱γιον , μαστιγόω whip imperf ind act 3rd pl (doric) μαστί̱γιον , μαστιγόω whip imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγιον — neut nom/voc/acc sg σί̱γιον , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) σί̱γιον , σιγάω keep silence imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορροπύγιον — ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem acc sg ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγιον — ἄ̱γιον , ἀγάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱γιον , ἀγάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀγάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀγάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράγιον — ὑπερά̱γιον , ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ὑπερά̱γιον , ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 1st sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)